τσούπα

τσούπα
η
(λ. αλβαν.), κορίτσι, τσούπρα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσούπα — η, Ν τσούπρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. tšupa] …   Dictionary of Greek

  • τσουπί — το, Ν [τσούπα] 1. υποκορ. τού τσούπα 2. μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται για το στείψιμο τών ελιών 3. είδος σταφυλιού …   Dictionary of Greek

  • τζουπάτα — ἡ, Μ μικρή τσούπα, νεαρή κόρη …   Dictionary of Greek

  • Μέξης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών της Επανάστασης με καταγωγή από την Ήπειρο. Κυριότερα μέλη τα υπήρξαν οι: 1. Θεόδωρος (19ος αι.). Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χατζηγιάννη (βλ. 4). Σύζυγός του ήταν η κόρη του ναύαρχου Γ. Ανδρούτσου. Συμμετείχε σε… …   Dictionary of Greek

  • τσουπί — το 1. μικρή τσούπα (βλ. λ.), κοριτσάκι, κοπελίτσα. 2. χοντρόμαλλο ύφασμα για το στίψιμο του λαδιού. 3. είδος σταφυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσούπρα — η (λ. αλβαν.), κοπέλα, κορίτσι, κόρη, τσούπα: Τα παλικάρια στη βόλτα πειράζανε τις τσούπρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”